κοπρίᾳ — κοπρίαι , κοπρία dunghill fem nom/voc pl κοπρίᾱͅ , κοπρία dunghill fem dat sg (attic doric aeolic) κοπρίαι , κοπρίας buffoons masc nom/voc pl κοπρίᾱͅ , κοπρίας buffoons masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
MENDACES et gloriosi — in Colacinae sacro quaerendi, Plaut. in Curcul. Actu 4. sc. 1. Qui periurum convenire vult hominem, mitto in comitium; Qui mendacem gloriosum, apud Cloacinae sacrum. ub Turnebus aliique putant Cluacinam, cum dicta sit a cluendo, quod celebrari et … Hofmann J. Lexicon universale
MYXUS — quidam Cereris sacerdos, qui cum esset alazon et gloriosus, hinc Proverb. ortum; βαβαὶ μύξος, περὶ τῶ μεγαλαυχούντων: Ita nonnulli. Salmas. vero μύξος appellativum esse docet idemque significare, quod iactabundus et gloriosus: a μύξα, quod, idem… … Hofmann J. Lexicon universale
κοπρίας — κοπρίας, ου, ὁ (Α) 1. αυτός που είναι από κοπριά, αυτός που αρέσκεται να ζει σε κοπριά 2. συν. στον πληθ. (για γελωτοποιούς) οἱ κοπρίαι βρομεροί, αισχροί άνθρωποι, κοπρίτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + κατάλ. ίας (πρβλ. εγκληματ ίας, χαλαζ ίας)] … Dictionary of Greek
παπυρολογία — Η επιστήμη που ασχολείται με τα γραμμένα σε παπύρους αρχαία κείμενα. Mέχρι σήμερα έχουν βρεθεί πάπυροι τα κείμενα των οποίων είναι γραμμένα σε διάφορες γραφές και γλώσσες, όπως την αιγυπτιακή στα διαδοχικά της στάδια ως ιερογλυφική, ιερατική,… … Dictionary of Greek